Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
abuse /əˈbjuːz/ = NOUN: κατάχρηση, ύβρις; VERB: καταχρώμαι, υβρίζω; USER: κατάχρηση, abuse, κατάχρησης, προσβλητική συμπεριφορά, κακοποίησης

GT GD C H L M O
access /ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο; USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση

GT GD C H L M O
account /əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση; VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν; USER: λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω

GT GD C H L M O
across /əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως; PREPOSITION: διά μέσου; USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη

GT GD C H L M O
activities /ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητες; USER: δραστηριότητες, δραστηριοτήτων, τις δραστηριότητες, δραστηριότητες που, δραστηριότητές, δραστηριότητές

GT GD C H L M O
activity /ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητα, δραστικότητα, απασχόληση, αρμοδιότητα, χημική διαστηριότητα; USER: δραστηριότητα, δραστικότητα, δραστηριότητας, δραστηριοτήτων, δράση

GT GD C H L M O
actually /ˈæk.tʃu.ə.li/ = ADVERB: πράγματι, πραγματικά; USER: πραγματικά, πράγματι, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως, όντως

GT GD C H L M O
adam /ˈæd.əm/ = NOUN: Αδάμ; USER: Αδάμ, adam, ο Αδάμ, τον Αδάμ, Ο Adam

GT GD C H L M O
add /æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω; USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε

GT GD C H L M O
added /ˈæd.ɪd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω; USER: προστέθηκε, προστεθεί, προστιθέμενη, προστίθεται, πρόσθεσε

GT GD C H L M O
admired /ədˈmaɪər/ = VERB: θαυμάζω, εκτιμώ; USER: θαύμαζε, θαύμαζα, θαυμάζουν, θαύμασε, θαύμαζαν

GT GD C H L M O
aftercare /ˈɑːftəkɛː/ = USER: μετέπειτα φροντίδα, μετέπειτα παρακολούθηση, την μετέπειτα παρακολούθηση, μετέπειτα μέριμνας, μετέπειτα παρακολούθηση του"

GT GD C H L M O
again /əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου; USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά

GT GD C H L M O
against /əˈɡenst/ = ADVERB: κατά, έναντι, κόντρα, εναντία; USER: κατά, έναντι, κατά της, εναντίον, ενάντια, ενάντια

GT GD C H L M O
aging /ˈeɪ.dʒɪŋ/ = ADJECTIVE: γηράσκων; USER: γήρανση, γήρανσης, τη γήρανση, γήρανση του, γήρανσης του

GT GD C H L M O
alert /əˈlɜːt/ = ADJECTIVE: άγρυπνος, έξυπνος, πανέτοιμος, σβέλτος, έτοιμος για δράση; NOUN: συναγερμός; USER: ειδοποιεί, alert, ειδοποιούν, προειδοποιούν, προειδοποιήσει

GT GD C H L M O
alerts /əˈlɜːt/ = NOUN: ale, ζύθος, είδος μπύρας; USER: ειδοποιήσεις, ενημερώνεστε, καταχωρήσεων, προειδοποιήσεις, Alerts

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
allocate /ˈæl.ə.keɪt/ = VERB: διανέμω, παρηχώ, κατανέμω, εντοπίζω σημείο, εντοπίζω θέση; USER: διαθέσει, κατανέμουν, διαθέσουν, κατανείμει, κατανέμει

GT GD C H L M O
allowed /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέπεται, κατοικίδια, επιτρέπονται, επέτρεψε, επιτραπεί

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
am /æm/ = USER: am, π.μ., πμ, είμαι, π., π.

GT GD C H L M O
amassed /əˈmæs/ = VERB: συσσωρεύω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω πλούτη; USER: συσσωρεύσει, συγκεντρώσει, συγκέντρωσε, μαζέψει, συγκεντρωθεί

GT GD C H L M O
amount /əˈmaʊnt/ = NOUN: ποσό; VERB: ανέρχομαι, συμποσούμαι; USER: ποσό, ποσότητα, ποσού, ύψος, ποσό που, ποσό που

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
another /əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος; USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο

GT GD C H L M O
any /ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας; USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε

GT GD C H L M O
anywhere /ˈen.i.weər/ = ADVERB: οπουδήποτε; USER: οπουδήποτε, πουθενά, όλο, σε όλο, οποιοδήποτε

GT GD C H L M O
ap = USER: ap, ΑΠ, ΑΡ, Αερολιμένας

GT GD C H L M O
appears /əˈpɪər/ = VERB: εμφανίζομαι, φαίνομαι; USER: εμφανίζεται, φαίνεται, εμφανιστεί, προκύπτει, να εμφανιστεί, να εμφανιστεί

GT GD C H L M O
apply /əˈplaɪ/ = VERB: εφαρμόζω, κάνω αίτηση, επιθέτω, απευθύνομαι; USER: ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν

GT GD C H L M O
approval /əˈpruː.vəl/ = NOUN: έγκριση, επιδοκιμασία; USER: έγκριση, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, έγκρισή

GT GD C H L M O
approve /əˈpruːv/ = VERB: εγκρίνω, επιδοκιμάζω; USER: εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει

GT GD C H L M O
approved /əˈpruːvd/ = VERB: εγκρίνω, επιδοκιμάζω; USER: εγκεκριμένο, εγκρίθηκε, εγκριθεί, εγκρίνει, ενέκρινε

GT GD C H L M O
approver = USER: έγκρισης, υπεύθυνος έγκρισης, υπεύθυνο έγκρισης, υπεύθυνου έγκρισης, εγκρίνων

GT GD C H L M O
approving /əˈpruː.vɪŋ/ = VERB: εγκρίνω, επιδοκιμάζω; USER: έγκριση, την έγκριση, για την έγκριση, εγκρίσεως, εγκρίνει

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
areas /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που

GT GD C H L M O
around /əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω; USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο

GT GD C H L M O
arrows /ˈær.əʊ/ = NOUN: βέλος; USER: βέλη, τα βέλη, βελών, βελάκια, βέλη για

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
ascending /əˈsen.dɪŋ/ = VERB: αναβαίνω; USER: αύξουσα, φθίνουσα, αυξουσα, Αύξων

GT GD C H L M O
ashley = USER: Ashley, Ο Ashley, του Ashley, τον Ashley, Άσλεϊ,

GT GD C H L M O
aspect /ˈæs.pekt/ = NOUN: άποψη, άποψις, όψις; USER: άποψη, πτυχή, πλευρά, όψη, στοιχείο

GT GD C H L M O
aspects /ˈæs.pekt/ = NOUN: άποψη, άποψις, όψις; USER: πτυχές, θέματα, πτυχών, τις πτυχές, πτυχές που

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
autumn /ˈɔː.təm/ = NOUN: φθινόπωρο; USER: φθινόπωρο, το φθινόπωρο, φθινοπώρου, φθινόπωρο του, του φθινοπώρου

GT GD C H L M O
available /əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος; USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη

GT GD C H L M O
back /bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν; NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος; VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ; USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή

GT GD C H L M O
background /ˈbæk.ɡraʊnd/ = NOUN: φόντο, βάθος; USER: φόντο, υπόβαθρο, παρασκήνιο, φόντου, πλαίσιο

GT GD C H L M O
bad /bæd/ = ADJECTIVE: κακός; USER: κακός, κακή, κακό, κακές, άσχημα

GT GD C H L M O
badly /ˈbæd.li/ = ADVERB: κακώς; USER: κακώς, άσχημα, χαμηλά, κακή, σοβαρά

GT GD C H L M O
balance /ˈbæl.əns/ = NOUN: ισορροπία, υπόλοιπο, ισοζύγιο, ισολογισμός, κλείσιμο λογαριασμών, πλαστίγκα; VERB: ισορροπώ, ισολογίζω, ζυγίζω; USER: ισορροπία, εξισορρόπηση, ισορροπίας, εξισορροπήσει, ισορροπήσει

GT GD C H L M O
balloon /bəˈluːn/ = NOUN: μπαλόνι, αερόστατο; USER: μπαλόνι, αερόστατο, μπαλονιού, μπαλόνια, μπαλονιών

GT GD C H L M O
basically /ˈbeɪ.sɪ.kəl.i/ = ADVERB: βασικά, βασικώς; USER: βασικά, ουσιαστικά, βάση, κατά βάση, κυρίως

GT GD C H L M O
basis /ˈbeɪ.sɪs/ = NOUN: βάση, αρχή; USER: βάση, βάσει, βάσης, βάσεις, με βάση

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
because /bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι; USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
before /bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να; ADVERB: μπροστά, ενώπιο; PREPOSITION: μπροστά; USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από

GT GD C H L M O
being /ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση; USER: ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι, που είναι

GT GD C H L M O
below /bɪˈləʊ/ = PREPOSITION: κάτω; ADVERB: παρακάτω, κάτω, κάτωθι, κάτωθεν, από κάτω; USER: κάτω, παρακάτω, κάτω από, κατωτέρω, πιο κάτω, πιο κάτω

GT GD C H L M O
benefit /ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση; VERB: ωφελούμαι, ωφελώ; USER: όφελος, επωφεληθούν, επωφελούνται, επωφεληθεί, ωφεληθούν

GT GD C H L M O
bill /bɪl/ = NOUN: νομοσχέδιο, λογαριασμός, τιμολόγιο, χαρτονόμισμα, γραμμάτιο, πρόγραμμα, ράμφος πτηνού, επίσημο έγγραφο, μεσαιωνικό δόρυ με λόγχη και πελέκι; VERB: τοιχοκολλώ διαφημιστικές αφίσες, στέλνω λογαριασμό; USER: νομοσχέδιο, λογαριασμός, λογαριασμό, λογαριασμού, νομοσχεδίου

GT GD C H L M O
bob /bɒb/ = NOUN: βαρίδι, βολίδα; VERB: ανεβοκατεβαίνω, σείομαι, κόβω κοντά; USER: βαρίδι, bob, Μπομπ, ο Bob, τον Bob

GT GD C H L M O
both /bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι; USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο

GT GD C H L M O
bottom /ˈbɒt.əm/ = NOUN: κάτω μέρος, πυθμένας, βάθος; USER: κάτω μέρος, πυθμένας, κάτω, πυθμένα, bottom

GT GD C H L M O
box /bɒks/ = NOUN: κουτί, κιβώτιο, θεωρείο, κιβωτός, ράπισμα, κτύπημα; VERB: θέτω εις κιβώτιο, πυγμαχώ; USER: κουτί, κιβώτιο, πλαίσιο, παράθυρο, θέση

GT GD C H L M O
browser /ˈbraʊ.zər/ = USER: περιήγησης, πρόγραμμα περιήγησης, φυλλομετρητή, προγράμματος περιήγησης, περιηγητή

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
businesses /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, τις επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις, των επιχειρήσεων

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
buttons /ˈbʌt.ən/ = NOUN: κουμπί, κομβίο; USER: κουμπιά, πλήκτρα, κουμπιών, τα κουμπιά, πλήκτρων

GT GD C H L M O
buy /baɪ/ = NOUN: αγορά, ψώνιο; VERB: αγοράζω; USER: αγορά, αγοράζω, αγοράσει, αγοράσετε, αγοράσουν, αγοράσουν

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
calendar /ˈkæl.ɪn.dər/ = NOUN: ημερολόγιο, καζαμίας; USER: ημερολόγιο, calendar, ημερολογιακό, ημερολογιακού, ημερολογίου

GT GD C H L M O
call /kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη; VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call

GT GD C H L M O
called /kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε

GT GD C H L M O
calls /kɔːl/ = NOUN: λεωφορείο; USER: κλήσεις, κλήσεων, καλεί, ζητεί, ζητεί από

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
cars /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητα, τα αυτοκίνητα, αυτοκινήτων, αυτοκίνητα που, οχήματα

GT GD C H L M O
categories /ˈkæt.ə.ɡri/ = NOUN: κατηγορία, τάξη; USER: κατηγορίες, κατηγοριών, τις κατηγορίες, κατηγορία

GT GD C H L M O
certain /ˈsɜː.tən/ = ADJECTIVE: βέβαιος, ορισμένος, σίγουρος, κάποιος, ασφαλής; USER: ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένοι

GT GD C H L M O
change /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν

GT GD C H L M O
characters /ˈkær.ɪk.tər/ = NOUN: χαρακτήρας, προσωπικότητα, γράμμα, είδος, φήμη, ήρωας μυθιστορήματος; USER: χαρακτήρες, χαρακτήρων, τους χαρακτήρες, χαρακτήρες που

GT GD C H L M O
chase /tʃeɪs/ = NOUN: καταδίωξη, κυνηγητό, κυνήγι, γλυφή; VERB: κυνηγώ, καταδιώκω, διώκω, τρέχω από πίσω, λαξεύω, σκαλίζω; USER: κυνηγητό, καταδίωξη, κυνήγι, Chase, κυνηγήσει

GT GD C H L M O
chasing /CHās/ = VERB: κυνηγώ, καταδιώκω, διώκω, τρέχω από πίσω, λαξεύω, σκαλίζω; USER: κυνηγώντας, κυνηγούν, κυνηγάει, κυνήγι, κυνηγάμε

GT GD C H L M O
check /tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση; VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω; USER: έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, check, ελέγξετε τη

GT GD C H L M O
clearly /ˈklɪə.li/ = ADVERB: σαφώς, καθαρά, φανερά, ολοφάνερα; USER: σαφώς, καθαρά, σαφήνεια, με σαφήνεια, ξεκάθαρα, ξεκάθαρα

GT GD C H L M O
click /klɪk/ = NOUN: κλικ, χτύπος, ελαφρός κρότος; VERB: ταιριάζω, κροτώ; USER: κλικ, κάντε κλικ, πατήστε, κάντε κλικ στο, κάντε κλικ στο κουμπί

GT GD C H L M O
clicking /klɪk/ = VERB: ταιριάζω, κροτώ; USER: κλικ, κάντε κλικ, κάνοντας κλικ, πατώντας, κάνοντας κλικ στο

GT GD C H L M O
clothes /kləʊðz/ = NOUN: ρούχα, ενδύματα, ρουχισμός, ένδυση, καλύμματα; USER: ρούχα, ενδύματα, τα ρούχα, ρούχων, ενδυμάτων, ενδυμάτων

GT GD C H L M O
cockpits /ˈkɒk.pɪt/ = NOUN: στίβος κοκκορομαχιών, πεδίο μαχών, θέση αεροπόρου, καμπίνα πιλότου; USER: πιλοτήρια, πιλοτήριο, πιλοτηρίων, θαλάμους διακυβέρνησης με καθοδικές, θαλάμους διακυβέρνησης

GT GD C H L M O
codes /kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα; USER: κώδικες, κωδικούς, κωδικοί, κωδικών, Κωδικός

GT GD C H L M O
come /kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω; ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός; USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν

GT GD C H L M O
coming /ˈkʌm.ɪŋ/ = NOUN: ερχομός, έλευση; ADJECTIVE: ερχόμενος; USER: έλευση, έρχονται, προέρχονται, έρχεται, που προέρχονται

GT GD C H L M O
commit /kəˈmɪt/ = VERB: διαπράττω, εμπιστεύομαι, παραδίδω, παραπέμπω, κάνω; USER: διαπράττουν, δεσμεύονται, δεσμευτούν, δεσμευθούν, διαπράξουν

GT GD C H L M O
common /ˈkɒm.ən/ = ADJECTIVE: κοινός, συνηθισμένος, ομαδικός, πρόστυχος; NOUN: βοσκότοπος; USER: κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών, κοινών

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
configure /kənˈfɪɡ.ər/ = USER: ρυθμίσετε, διαμορφώσετε, να ρυθμίσετε, ρυθμίσετε το, διαμόρφωση

GT GD C H L M O
confirm /kənˈfɜːm/ = VERB: επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω, χρίω; USER: επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώσετε, επιβεβαίωση, επιβεβαιώνουν

GT GD C H L M O
confirmation /ˌkɒn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: επιβεβαίωση, βεβαίωση, επικύρωση, χρίσμα; USER: επιβεβαίωση, βεβαίωση, επιβεβαίωσης, την επιβεβαίωση, επιβεβαίωση της

GT GD C H L M O
contact /ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία; VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν; USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με

GT GD C H L M O
contain /kənˈteɪn/ = VERB: περιέχω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, διαιρούμαι, περικλείω, περιλαμβάνω, χωρώ, περιορίζω; USER: περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνει, περιλαμβάνουν, να περιέχουν

GT GD C H L M O
control /kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης; VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω; USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει

GT GD C H L M O
copy /ˈkɒp.i/ = NOUN: αντίγραφο, αντίτυπο, αντιγραφή, κόπια, ύλη; VERB: αντιγράφω; USER: αντιγράψετε, αντιγραφή, αντιγράψτε, αντίγραφο, αντιγράψει, αντιγράψει

GT GD C H L M O
corporation /ˌkɔː.pərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: εταιρεία, σωματείο, νομικό πρόσωπο, συντεχνία, μετοχική εταιρεία, δημοτικό συμβούλιο, σωματείο νομικώς ανεγνωρισμένο, ανώνυμος εταιρεία; USER: εταιρεία, Corporation, εταιριών, εταιρειών, των εταιριών

GT GD C H L M O
cost /kɒst/ = NOUN: κόστος, τιμή, δαπάνη, τίμημα, έξοδο; VERB: κοστίζω, στοιχίζω, κοστολογώ; USER: κόστος, κοστίσει, κοστίζουν, κοστίζει, κόστους

GT GD C H L M O
could /kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε

GT GD C H L M O
cover /ˈkʌv.ər/ = NOUN: κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, σκέπασμα, στέγη; VERB: καλύπτω, σκεπάζω, κρύβω, σκεπώ; USER: κάλυψη, κάλυμμα, καλύψει, καλύπτει, καλύπτουν

GT GD C H L M O
covered /-kʌv.əd/ = ADJECTIVE: σκεπαστός; USER: καλύπτονται, καλύπτεται, που καλύπτονται, που, καλύπτει

GT GD C H L M O
covers /ˈkʌv.ər/ = NOUN: κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, σκέπασμα, στέγη; VERB: καλύπτω, σκεπάζω, κρύβω, σκεπώ; USER: καλύπτει, καλύπτει τις, καλύπτει το, καλύπτουν, αφορά

GT GD C H L M O
create /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει

GT GD C H L M O
creates /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργεί, δημιουργούν, δημιουργείται, προκαλεί

GT GD C H L M O
credit /ˈkred.ɪt/ = NOUN: πίστωση, πίστη, έπαινος, υπόληψη, πεποίθηση, βερεσές, τιμή; VERB: πιστώνω, δίνω πίστωση, πιστεύω; USER: πίστωση, πίστη, πιστωτική, πιστωτικών, πιστωτικές

GT GD C H L M O
currently /ˈkʌr.ənt/ = ADVERB: τη στιγμή; USER: τη στιγμή, σήμερα, επί του παρόντος, στιγμή, παρόντος

GT GD C H L M O
custom /ˈkʌs.təm/ = NOUN: έθιμο, συνήθεια, έθος; USER: έθιμο, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα

GT GD C H L M O
customer /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών

GT GD C H L M O
customers /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών

GT GD C H L M O
customize /ˈkʌs.tə.maɪz/ = USER: προσαρμόσετε, να προσαρμόσετε, προσαρμογή, προσαρμόσετε το, προσαρμόσετε τις

GT GD C H L M O
customized /ˈkʌs.tə.maɪz/ = USER: προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα, εξατομικευμένες, προσαρμοστεί

GT GD C H L M O
damaged /ˈdæm.ɪdʒd/ = ADJECTIVE: σκάρτος; USER: καταστραφεί, βλάβη, ζημιές, ζημιά, κατεστραμμένο

GT GD C H L M O
dashboard /ˈdæʃ.bɔːd/ = NOUN: ταμπλό, πίνακας όργανων αυτοκίνητου, ταμπλό αυτοκίνητου, πίνακας όργανων αεροπλάνου; USER: ταμπλό, πίνακα εργαλείων, πίνακα οργάνων, ταμπλώ, ταμπλό του αυτοκινήτου

GT GD C H L M O
dashboards /ˈdæʃ.bɔːd/ = NOUN: ταμπλό, πίνακας όργανων αυτοκίνητου, ταμπλό αυτοκίνητου, πίνακας όργανων αεροπλάνου; USER: ταμπλό, πίνακες, dashboards, πίνακες εργαλείων, πίνακες οργάνων

GT GD C H L M O
data /ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο; USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα

GT GD C H L M O
database /ˈdeɪ.tə.beɪs/ = NOUN: βάση δεδομένων; USER: βάση δεδομένων, βάσης δεδομένων, δεδομένων, βάση, βάσεων δεδομένων

GT GD C H L M O
date /deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα; VERB: χρονολογώ, δίνω συνέντευξη, κλείνω ραντεβού; USER: ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, ημερομηνία κατά, ημερομηνία που

GT GD C H L M O
day /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών

GT GD C H L M O
days /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρες, μέρες, ημερών, τις μέρες, ημέρα, ημέρα

GT GD C H L M O
decibel /ˈdes.ɪ.bel/ = NOUN: ηχόμετρο; USER: ντεσιμπέλ, decibel, των ντεσιμπέλ

GT GD C H L M O
delivery /dɪˈlɪv.ər.i/ = NOUN: διανομή, γέννα, τοκετός, απαγγελία, παράδοση εμπορεύματος, τρόπος ομιλίας; USER: διανομή, παράδοση, παράδοσης, την παράδοση, παροχή

GT GD C H L M O
demonstrate /ˈdem.ən.streɪt/ = VERB: επιδεικνύω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, κάνω επίδειξη; USER: αποδεικνύουν, αποδείξει, καταδεικνύουν, να αποδείξει, αποδείξουν

GT GD C H L M O
demonstrated /ˈdem.ən.streɪt/ = VERB: επιδεικνύω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, κάνω επίδειξη; USER: κατέδειξε, αποδεικνύεται, αποδειχθεί, έδειξε, απέδειξε

GT GD C H L M O
demonstrating /ˈdem.ən.streɪt/ = VERB: επιδεικνύω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, κάνω επίδειξη; USER: αποδεικνύοντας, αποδεικνύουν, επίδειξη, αποδεικνύει, καταδεικνύουν

GT GD C H L M O
demonstration /ˌdem.ənˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: επίδειξη, διαδήλωση, εκδήλωση, συλλαλητήριο; USER: επίδειξη, διαδήλωση, επίδειξης, της επίδειξης, την επίδειξη

GT GD C H L M O
descending /dɪˈsend/ = ADJECTIVE: φθίνων; USER: φθίνουσα, φθίνουσα σειρά, κατιούσα, κατεβαίνει

GT GD C H L M O
design /dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση

GT GD C H L M O
desktop /ˈdesk.tɒp/ = USER: desktop, επιφάνεια εργασίας, επιτραπέζιο, στην επιφάνεια εργασίας, επιφάνεια

GT GD C H L M O
details /ˈdiː.teɪl/ = NOUN: καθέκαστα, μικροπράματα; USER: λεπτομέρειες, στοιχεία, στοιχείων, πληροφορίες, στοιχείων της, στοιχείων της

GT GD C H L M O
deters /dəˈtər/ = VERB: αποτρέπω, εμποδίζω; USER: αποθαρρύνει, Deters,

GT GD C H L M O
deviation /ˈdiː.vi.eɪt/ = NOUN: παρέκκλιση, παρεκτροπή; USER: παρέκκλιση, απόκλιση, απόκλισης, αποκλίσεις

GT GD C H L M O
did /dɪd/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: έκανε, έκαναν, το έκανε, ήταν, έκανα, έκανα

GT GD C H L M O
different /ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος; USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων

GT GD C H L M O
directly /daɪˈrekt.li/ = ADVERB: κατευθείαν; USER: κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση, ευθείας, ευθείας

GT GD C H L M O
discount /ˈdɪs.kaʊnt/ = NOUN: έκπτωση, προεξόφληση; VERB: προεξοφλώ; USER: έκπτωση, με έκπτωση, εκπτώσεις, εκπτώσεις σε, έκπτωσης

GT GD C H L M O
distributed /dɪˈstrɪb.juːt/ = VERB: διανέμω, μοιράζω; USER: διανέμονται, διανέμεται, κατανέμεται, διανεμηθεί, διανεμήθηκε

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
document /ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφο, ντοκουμέντο; VERB: τεκμηριώνω; USER: έγγραφο, εγγράφου, τον, εγγράφων, έγγραφο που

GT GD C H L M O
documents /ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφα; USER: έγγραφα, εγγράφων, εγγράφων που, των εγγράφων, των εγγράφων που

GT GD C H L M O
does /dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει

GT GD C H L M O
doing /ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο; ADJECTIVE: πράττων; USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
don /dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος; USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά

GT GD C H L M O
donna /ˌpriː.məˈdɒn.ə/ = USER: donna, Ντόνα, Το Donna

GT GD C H L M O
double /ˈdʌb.l̩/ = NOUN: διπλό, δυάδα, σωσίας; ADJECTIVE: διπλός, διπλάσιος; VERB: διπλασιάζω, διπλώνω; USER: διπλό, διπλασιαστεί, διπλασιάσει, διπλάσιο, διπλή

GT GD C H L M O
down /daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω; NOUN: χνούδι, πούπουλο; USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται

GT GD C H L M O
downs /daʊn/ = NOUN: χνούδι, πούπουλο; USER: downs, κατεβάζει, αποσβέσεις, καταδιώκει, τα κάτω

GT GD C H L M O
drag /dræɡ/ = VERB: σέρνω, παρατείνω, σύρω βίαια, σύρομαι, υστερώ; NOUN: συρόμενο, κώλυμα; USER: σύρετε, drag, σύρετε το, μεταφέρετε, σύρετέ

GT GD C H L M O
dragon /ˈdræɡ.ən/ = NOUN: δράκων, δράκοντας; USER: δράκων, δράκοντας, δράκος, δράκο, δράκου

GT GD C H L M O
drill /drɪl/ = NOUN: τρυπάνι, δράπανο, άσκηση, αυλάκι για σπορά, χοντρό ύφασμα; VERB: γυμνάζω, γυμνάζομαι, ασκώ, τρυπώ, τρυπανίζω; USER: τρυπάνι, διάνοιξη, ανοίξτε, τρυπήστε, τρυπήσετε

GT GD C H L M O
drop /drɒp/ = NOUN: πτώση, σταγόνα; VERB: ρίχνω, στάζω, σταλάζω, πίπτω, αφήνω να πέσει; USER: πτώση, σταγόνα, μειωθεί, πέσει, drop

GT GD C H L M O
dynamic /daɪˈnæm.ɪk/ = ADJECTIVE: δυναμικός; USER: δυναμικός, δυναμική, δυναμικά, δυναμικό, δυναμικής

GT GD C H L M O
each /iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας; USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα

GT GD C H L M O
early /ˈɜː.li/ = ADVERB: νωρίς, από νωρίς; ADJECTIVE: πρώιμος, πρόωρος; USER: νωρίς, από νωρίς, αρχές, αρχές του, έγκαιρη, έγκαιρη

GT GD C H L M O
earth /ɜːθ/ = NOUN: γη, χώμα; ADJECTIVE: γήινος, υφήλιος; USER: γη, χώμα, γης, γαιών, τη γη

GT GD C H L M O
ease /iːz/ = NOUN: ευκολία, ανάπαυση, ησυχία; VERB: ανακουφίζω, ευκολύνω, ελαφρύνω, ησυχάζω; USER: ευκολία, διευκολύνει, την ευκολία, διευκολυνθεί, διευκολύνουν

GT GD C H L M O
east /iːst/ = NOUN: ανατολή; ADJECTIVE: ανατολικός; USER: ανατολή, ανατολικά, ανατολική, ανατολικά της

GT GD C H L M O
easy /ˈiː.zi/ = ADJECTIVE: εύκολος, άνετος; USER: εύκολος, εύκολο, εύκολη, εύκολα, πιο εύκολη

GT GD C H L M O
effect /ɪˈfekt/ = NOUN: αποτέλεσμα, επίδραση, δράση, ενέργεια, πράξη, εφφέ, εντύπωση, σκοπός; VERB: κατορθώνω, επιτελώ; USER: αποτέλεσμα, επίδραση, δράση, ισχύος, ισχύ

GT GD C H L M O
either /ˈaɪ.ðər/ = CONJUNCTION: είτε; PRONOUN: εκάτερος, είτε ο ένας είτε ο άλλος; USER: είτε, ούτε, είτε να

GT GD C H L M O
electronically /ɪˌlekˈtrɒn.ɪk/ = USER: ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικά μέσα, με ηλεκτρονικά μέσα, ηλεκτρονικώς, ηλεκτρονική

GT GD C H L M O
elements /ˈel.ɪ.mənt/ = NOUN: στοιχεία; USER: στοιχεία, στοιχείων, τα στοιχεία, στοιχεία που

GT GD C H L M O
else /els/ = ADVERB: αλλού, αλλιώς; USER: αλλιώς, αλλού, άλλο, άλλος, άλλου, άλλου

GT GD C H L M O
enable /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε

GT GD C H L M O
end /end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε; VERB: τελειώνω, περατώνω; USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
enterprises /ˈen.tə.praɪz/ = NOUN: επιχείρηση; USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, οι επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
entities /ˈen.tɪ.ti/ = NOUN: οντότητα, ύπαρξη, ουσία; USER: οντότητες, οντοτήτων, φορείς, φορέων, πρόσωπα

GT GD C H L M O
equipment /ɪˈkwɪp.mənt/ = NOUN: εξοπλισμός, εφόδια, εφοδιασμός; USER: εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, συσκευές, συσκευές

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
every /ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος; USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά

GT GD C H L M O
exactly /ɪɡˈzækt.li/ = ADVERB: ακριβώς; USER: ακριβώς, επακριβώς, ακριβώς το, ακρίβεια, είναι ακριβώς, είναι ακριβώς

GT GD C H L M O
example /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος

GT GD C H L M O
exceedingly /ɪkˈsiː.dɪŋ.li/ = ADVERB: υπερβολικά, έπακρο, σφόδρα; USER: υπερβολικά, έπακρο, σφόδρα, εξαιρετικά

GT GD C H L M O
excel /ɪkˈsel/ = VERB: προέχω, υπερτερώ; USER: excel, υπερέχουν, Το Excel, υπερέχει, του Excel

GT GD C H L M O
exceptions /ɪkˈsep.ʃən/ = NOUN: εξαίρεση; USER: εξαιρέσεων, εξαιρέσεις, παρεκκλίσεις, εξαιρέσεις που

GT GD C H L M O
export /ɪkˈspɔːt/ = NOUN: εξαγωγή; VERB: εξάγω; USER: εξαγωγή, εξαγωγής, εξάγουν, εξαγωγές, εξάγει

GT GD C H L M O
exported /ɪkˈspɔːt/ = VERB: εξάγω; USER: εξάγονται, που εξάγονται, εξαγόμενα, εξαχθεί, εξάγεται

GT GD C H L M O
extract /ɪkˈstrækt/ = NOUN: εκχύλισμα, απόσταγμα; VERB: εξάγω, εκμαιεύω, αποσπώ, εκλέγω; USER: εκχύλισμα, εξαγάγετε, εξαγωγή, απόσπασμα, εξάγει

GT GD C H L M O
f /ef/ = USER: φά, στ,

GT GD C H L M O
fat /fæt/ = NOUN: λίπος; ADJECTIVE: πάχος, παχύς; USER: λίπος, λίπους, λιπαρά, το λίπος, λιπαρές

GT GD C H L M O
feature /ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα; VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω; USER: χαρακτηριστικό, δυνατότητα, διαθέτουν, λειτουργία, χαρακτηριστικό γνώρισμα

GT GD C H L M O
features /ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα; VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω; USER: χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, δυνατότητες, λειτουργίες

GT GD C H L M O
few /fjuː/ = ADJECTIVE: λίγοι, μερικοί, ολίγοι; USER: λίγοι, μερικοί, λίγα, μερικά, λίγες, λίγες

GT GD C H L M O
field /fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο; USER: πεδίο, τομέα, πεδίου, στον τομέα, χώρο

GT GD C H L M O
fields /fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο; USER: πεδία, τομείς, πεδίων, τα πεδία, στους τομείς

GT GD C H L M O
filtered /ˈfɪl.tər/ = VERB: φιλτράρω, λαμπικάρω, διηθώ, διυλίζω; USER: διηθείται, φιλτράρεται, φιλτράρονται, φιλτραρισμένο, διήθηση

GT GD C H L M O
final /ˈfaɪ.nəl/ = ADJECTIVE: poslední, konečný, závěrečný, definitivní, neodvolatelný; NOUN: finále; USER: τελικός, τελική, τελικό, τελικής, τελικού, τελικού

GT GD C H L M O
finally /ˈfaɪ.nə.li/ = ADVERB: τελικά, εν τέλει; USER: τελικά, Τέλος, επιτέλους, επιτέλους

GT GD C H L M O
finance /ˈfaɪ.næns/ = NOUN: οικονομικά, οικονομολογία; VERB: χρηματοδοτώ; USER: χρηματοδότηση, τη χρηματοδότηση, χρηματοδοτούν, χρηματοδοτήσουν, χρηματοδοτήσει

GT GD C H L M O
financials /faɪˈnænʃəlz/ = USER: Χρηματοοικονομικά, οικονομικά, Χρηματιστηριακά, Financials, οικονομικά μεγέθη

GT GD C H L M O
find /faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη; VERB: βρίσκω, ευρίσκω; USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε

GT GD C H L M O
fine /faɪn/ = NOUN: πρόστιμο, χρηματική ποινή, πρόστημο; ADVERB: ωραία; ADJECTIVE: λεπτός, ωραίος, έξοχος, κομψός; VERB: επιβάλλω; USER: πρόστιμο, ωραία, προστίμου, λεπτή, χαρά

GT GD C H L M O
fingertips /ˈfɪŋ.ɡə.tɪp/ = USER: χέρια, άκρες των δακτύλων, άκρες των δαχτύλων, δάχτυλά, τα δάχτυλά

GT GD C H L M O
finite /ˈfaɪ.naɪt/ = ADJECTIVE: πεπερασμένος, περιορισμένος, τετελεσμένος; USER: πεπερασμένος, πεπερασμένο, πεπερασμένων, πεπερασμένη, πεπερασμένου

GT GD C H L M O
firm /fɜːm/ = NOUN: εταιρεία, φίρμα, εμπορικός οίκος; ADJECTIVE: σταθερός, σφιχτός; USER: εταιρεία, επιχείρηση, επιχείρησης, σταθερή, εταιρείας

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
fit /fɪt/ = ADJECTIVE: κατάλληλος, ικανός, υγιής, φορμαρισμένος, παροξυσμός; VERB: ταιριάζω, προσαρμόζω; NOUN: σπασμός, παροξυσμός; USER: κατάλληλος, ικανός, ταιριάζει, ταιριάζουν, χωρέσει

GT GD C H L M O
flat /flæt/ = NOUN: διαμέρισμα, ύφεση, διαμέρισμα δωμάτιων, πεδιάς; ADJECTIVE: επίπεδα, επίπεδος, ισόπεδος, ανούσιος, σιμός, αμβλύς; USER: διαμέρισμα, επίπεδα, επίπεδος, επίπεδης, επίπεδη

GT GD C H L M O
folks /fəʊk/ = NOUN: άνθρωπος; USER: λαοί, οι λαοί, παιδιά, λαούς, τους λαούς

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
forth /fɔːθ/ = ADVERB: εμπρός, έξω; USER: εμπρός, καθεξής, ορίζονται, πίσω, εκτίθενται

GT GD C H L M O
found /faʊnd/ = VERB: ιδρύω, θεμελιώνω, θεμελιώ, χύνω; USER: βρέθηκαν, βρέθηκε, βρήκε, βρεθεί, διαπιστώθηκε

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
full /fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός; VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα; USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες

GT GD C H L M O
fully /ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα; USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως

GT GD C H L M O
function /ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα; USER: λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία

GT GD C H L M O
functional /ˈfʌŋk.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: λειτουργικός, υπηρεσιακός; USER: λειτουργικός, λειτουργική, λειτουργικό, λειτουργικές, λειτουργικά

GT GD C H L M O
functions /ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα; USER: λειτουργίες, συναρτήσεις, λειτουργιών, τις λειτουργίες, καθήκοντα

GT GD C H L M O
geared /ɡɪər/ = VERB: εφοδιάζω, κανονίζω; USER: προσανατολίζονται, προσανατολισμένη, προσανατολίζεται, με στόχο, στόχο

GT GD C H L M O
general /ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός; NOUN: στρατηγός; USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές

GT GD C H L M O
get /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε

GT GD C H L M O
give /ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω; USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
goes /ɡəʊz/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πηγαίνει, συνεχίζεται, πάει, ισχύει, κατέληξε

GT GD C H L M O
going /ˈɡəʊ.ɪŋ/ = NOUN: μετάβαση, αναχώριση, γυρισμός; ADJECTIVE: πηγαιμός; USER: μετάβαση, πρόκειται, θα, πηγαίνει, συμβαίνει, συμβαίνει

GT GD C H L M O
gold /ɡəʊld/ = NOUN: χρυσός; ADJECTIVE: χρυσός; USER: χρυσός, χρυσό, χρυσού, χρυσά, χρυσή

GT GD C H L M O
golden /ˈɡəʊl.dən/ = ADJECTIVE: χρυσαφένιος; USER: χρυσαφένιος, χρυσή, χρυσό, χρυσές, χρυσά

GT GD C H L M O
gonna /ˈɡə.nə/ = USER: θα κρατήσει

GT GD C H L M O
good /ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός; USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά

GT GD C H L M O
goods /ɡʊd/ = NOUN: εμπορεύματα; USER: εμπορεύματα, εμπορευμάτων, αγαθών, προϊόντα, αγαθά

GT GD C H L M O
got /ɡɒt/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πήρε, έχεις, πήρα, πήρε το, πήραν

GT GD C H L M O
graph /ɡrɑːf/ = NOUN: γραφική παράσταση, διάγραμμα; USER: γραφική παράσταση, διάγραμμα, γράφημα, γραφήματος, παράγραφο

GT GD C H L M O
gray /ɡreɪ/ = ADJECTIVE: γκρί, γκρίζος, φαιός, στακτόχρους, σταχτόχρωμος; USER: γκρί, γκρίζος, γκρι, γκρίζα, γκρίζο

GT GD C H L M O
great /ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας; USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great

GT GD C H L M O
gross /ɡrəʊs/ = ADJECTIVE: μικτός, χονδρικός, ολικός, χυδαίος, χονδρός; NOUN: δώδεκα δωδεκάδες, ολικό εισόδημα μετά των εξόδων; VERB: έχω έσοδα; USER: ακαθάριστο, ακαθάριστα, ακαθάριστων, ακαθάριστη, μεικτό

GT GD C H L M O
handing /hand/ = VERB: θίγω, εγχειρίζω; USER: παράδοση, την παράδοση, παραδίδοντας, μοιράζουν, παραδώσετε

GT GD C H L M O
handle /ˈhæn.dəl/ = NOUN: λαβή, χερούλι, μανίκι; VERB: χειρίζομαι; USER: λαβή, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, να χειριστεί

GT GD C H L M O
happens /ˈhæp.ən/ = VERB: συμβαίνω, τυχαίνω; USER: συμβαίνει, συμβεί, που συμβαίνει, θα συμβεί, γίνεται, γίνεται

GT GD C H L M O
hard /hɑːd/ = ADVERB: σκληρά, δύσκολα, δυνατά; ADJECTIVE: σκληρός, δύσκολος, στρυφνός, χαλεπός, σταθερός, δριμύς; USER: σκληρά, σκληρός, δύσκολα, σκληρό, δύσκολο

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
healthy /ˈhel.θi/ = ADJECTIVE: υγιής, υγιεινός; USER: υγιής, υγιεινός, υγιή, υγιείς, υγιές

GT GD C H L M O
hear /hɪər/ = VERB: ακούω, μανθάνω; USER: ακούω, ακούσετε, ακούσει, ακούσω, ακούσουν, ακούσουν

GT GD C H L M O
hello /helˈəʊ/ = NOUN: χαιρετισμός, χερετισμός; VERB: χαιρετώ; USER: γεια σας, γειά σου, Χαίρετε, γεια, Hello

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
hesitating /ˈhez.ɪ.teɪt/ = VERB: διστάζω, αμφιταλαντεύομαι; USER: διστάζει, διστάζοντας, διστάζουν, διστάσει, διστακτικά

GT GD C H L M O
high /haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος; ADVERB: ψηλά; USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό

GT GD C H L M O
highlights /ˈhaɪ.laɪt/ = NOUN: ανταύγειες; USER: ανταύγειες, Highlights, τονίζει, Τα κυριότερα σημεία, αναδεικνύει

GT GD C H L M O
his /hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του

GT GD C H L M O
historic /hɪˈstɒr.ɪk/ = ADJECTIVE: ιστορικός; USER: ιστορικός, ιστορικό, ιστορική, ιστορικά, ιστορικού

GT GD C H L M O
hit /hɪt/ = NOUN: επιτυχία, κτύπημα, σουξέ; VERB: χτυπώ, κτυπώ, επιτυγχάνω; USER: επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, έπληξε, χτυπήσουν

GT GD C H L M O
hope /həʊp/ = NOUN: ελπίδα; VERB: ελπίζω, ευελπιστώ; USER: ελπίδα, ελπίζω, ελπίζουμε, ελπίζουν, ελπίσουμε

GT GD C H L M O
hours /aʊər/ = NOUN: ώρα; USER: ώρες, ωρών, ώρα, νύχτα, ώρες την, ώρες την

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
hunt /hʌnt/ = NOUN: κυνήγι; VERB: κυνηγώ; USER: κυνήγι, πρόλαβε, κυνηγιού, κυνηγούν, το κυνήγι

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
icons /ˈaɪ.kɒn/ = NOUN: εικόνισμα, εικών; USER: εικονίδια, εικόνες, εικόνων, τα εικονίδια, εικονιδίων

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
illustrate /ˈɪl.ə.streɪt/ = VERB: διευκρινίζω, εικονογραφώ, επεξηγώ; USER: απεικονίζουν, επεξηγούν, περιγράφουν, δείχνουν, παρουσιάζουν

GT GD C H L M O
illustrated /ˈɪl.ə.streɪt/ = VERB: διευκρινίζω, εικονογραφώ, επεξηγώ; USER: απεικονίζεται, εικονογραφημένα, εικονογραφημένο, εικονίζεται, απεικονίζονται

GT GD C H L M O
illustration /ˌɪl.əˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: εικόνα, επεξήγηση, εικονογραφία, εικών; USER: εικόνα, επεξήγηση, εικονογράφηση, απεικονίσεων, απεικόνιση

GT GD C H L M O
imagery /ˈɪm.ɪ.dʒər.i/ = NOUN: εικόνες; USER: εικόνες, εικόνων, απεικόνιση, καλολογικά, καλολογικά στοιχεία

GT GD C H L M O
immediately /ɪˈmiː.di.ət.li/ = ADVERB: αμέσως, άμεσα; USER: αμέσως, άμεσα, άμεση, πάραυτα, πάραυτα

GT GD C H L M O
implement /ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εργαλείο, σκεύος; VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα; USER: εφαρμογή, εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόσει, εφαρμόζουν

GT GD C H L M O
important /ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος; USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
include /ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω; USER: περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνουν, περιλαμβάνεται

GT GD C H L M O
included /ɪnˈkluːd/ = ADJECTIVE: συμπεριλαμβανομένος; USER: περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνονται, περιλαμβάνεται, συμπεριληφθούν, που περιλαμβάνονται

GT GD C H L M O
including /ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου; USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των

GT GD C H L M O
indication /ˌɪn.dɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ένδειξη, υπόδειξη, σύμπτωμα, υποδήλωση; USER: ένδειξη, ένδειξης, ενδείξεις, αναφορά, αναγραφή

GT GD C H L M O
individual /ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο; ADJECTIVE: ατομικός, προσωπικός; USER: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
informed /ɪnˈfɔːmd/ = ADJECTIVE: προειδοποίητος; USER: ενημερωμένοι, ενημερωθείτε, ενημέρωσε, ενημερώνονται, ενημερώνεται

GT GD C H L M O
inside /ɪnˈsaɪd/ = ADVERB: μέσα, εντός, απομέσα; ADJECTIVE: εσωτερικός; USER: μέσα, εντός, εσωτερικό, στο εσωτερικό, μέσα σε

GT GD C H L M O
instance /ˈɪn.stəns/ = NOUN: παράδειγμα, περιστατικό, υπόδειξη; USER: παράδειγμα, π.χ., περίπτωση, χάριν

GT GD C H L M O
instantaneous /ˌɪn.stənˈteɪ.ni.əs/ = ADJECTIVE: στιγμιαίος, ακαριαίος; USER: στιγμιαίος, ακαριαίος, στιγμιαία, στιγμιαίας, στιγμιαίο

GT GD C H L M O
integrated /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος; USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν

GT GD C H L M O
integration /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = NOUN: ολοκλήρωση; USER: ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ενσωμάτωση, ένταξη, ένταξης

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
invoice /ˈɪn.vɔɪs/ = NOUN: τιμολόγιο, μπίλ; VERB: τιμολογώ; USER: τιμολόγιο, τιμολογίου, τιμολόγιο που, τιμολογίων

GT GD C H L M O
invoiced /ˈɪn.vɔɪs/ = VERB: τιμολογώ; USER: τιμολογούνται, τιμολογείται, τιμολογηθεί, τιμολογήθηκαν, τιμολογίου

GT GD C H L M O
invoices /ˈɪn.vɔɪs/ = NOUN: τιμολόγιο, μπίλ; USER: τιμολόγια, τιμολογίων, τα τιμολόγια, των τιμολογίων, τιμολόγια που

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
jun /CHən/ = USER: Ιούνιος, Ιούνιο, Ιούνη, Ιουν, Ιούνης"

GT GD C H L M O
just /dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά; ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος; USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς

GT GD C H L M O
key /kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο; VERB: τονίζω; USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό

GT GD C H L M O
keys /kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο; VERB: τονίζω; USER: πλήκτρα, κλειδιά, κλειδιών, τα πλήκτρα, τα κλειδιά

GT GD C H L M O
kick /kɪk/ = NOUN: λάκτισμα, κλωτσιά, διεγερτικό, ευχαρίστηση, συγκίνηση, σφρίγος; VERB: λακτίζω, κλωτσώ, πτερνίζω, εναντιούμαι; USER: κλωτσήσει, kick, λάκτισμα, κλωτσιά, κλωτσούν

GT GD C H L M O
kicked /kɪk/ = VERB: λακτίζω, κλωτσώ, πτερνίζω, εναντιούμαι; USER: κλώτσησε, ξεκίνησε, έδωσε το εναρκτήριο, πετάξουν, διώξουν

GT GD C H L M O
know /nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε

GT GD C H L M O
landed /ˈlæn.dɪd/ = ADJECTIVE: προσγειώθηκε; USER: προσγειώθηκε, εκφορτώνονται, εκφορτώθηκαν, που εκφορτώνονται, εκφορτώνεται

GT GD C H L M O
last /lɑːst/ = ADJECTIVE: τελευταίος, τελικός, ύστατος; NOUN: καλαπόδι; VERB: διαρκώ; USER: τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίας, περασμένο, περασμένο

GT GD C H L M O
latest /ˈleɪ.tɪst/ = NOUN: αργότερο; ADJECTIVE: τελευταίος, νεώτατος; USER: αργότερο, τελευταία, τελευταίες, πρόσφατες, τελευταίο

GT GD C H L M O
lead /liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα; VERB: ηγούμαι, οδηγώ; USER: οδηγήσει, να οδηγήσει, οδηγούν, οδηγήσουν, οδηγεί

GT GD C H L M O
ledger /ˈledʒ.ər/ = NOUN: καθολικό, κατάστιχο, καθολικό λογιστική; USER: καθολικό, βιβλίο, καθολικού, βιβλίου, γενικού καθολικού

GT GD C H L M O
left /left/ = ADJECTIVE: αριστερά, αριστερός; USER: αριστερά, έφυγε, μείνει, αφεθεί, άφησε

GT GD C H L M O
less /les/ = ADVERB: μείον, ολιγώτερα; ADJECTIVE: μικρότερος, λιγότερος, ολιγώτερος, ελάσσων; USER: μείον, μικρότερος, λιγότερο, μικρότερη, μικρότερο

GT GD C H L M O
let /let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω; NOUN: μίσθωση, κώλυμα; USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε

GT GD C H L M O
liar /ˈlaɪ.ər/ = NOUN: ψεύτης, ψέστης; USER: ψεύτης, ψεύτη, ψεύτρα, liar, ψέματα

GT GD C H L M O
license /ˈlaɪ.səns/ = NOUN: άδεια, άδεια, επαγγελματική άδεια, επαγγελματική άδεια, υπερβολική ελευθερία, υπερβολική ελευθερεία; VERB: δίδω άδεια, δίδω άδεια; USER: άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό

GT GD C H L M O
life /laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
link /lɪŋk/ = NOUN: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος; VERB: συνδώ, ενώνω; USER: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος, σύνδεσμο, σύνδεση

GT GD C H L M O
linked /ˈseks.lɪŋkt/ = VERB: συνδώ, ενώνω; USER: συνδέεται, συνδέονται, που συνδέονται, που συνδέονται με, συνδέονται με

GT GD C H L M O
links /lɪŋks/ = NOUN: έδαφος διά παιγνίδι γκολφ, πράσινη έκταση; USER: σύνδεσμοι, συνδέσεις, συνδέσμους, links, δεσμούς

GT GD C H L M O
list /lɪst/ = NOUN: λίστα, κατάλογος, κατάσταση, κλίση; VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω; USER: λίστα, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας, λίστας

GT GD C H L M O
listed /list/ = VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω; USER: απαριθμούνται, αναφέρονται, παρατίθενται, που αναφέρονται, περιλαμβάνονται

GT GD C H L M O
logged /lɒɡ/ = VERB: καταγράφω, κόπτω δέντρα; USER: συνδεδεμένος, συνδεθεί, συνδεδεμένοι, καταγράφεται, καταγράφονται

GT GD C H L M O
look /lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος; VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω; USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε

GT GD C H L M O
looking /ˌɡʊdˈlʊk.ɪŋ/ = USER: ψάχνει, ψάχνετε, αναζητούν, κοιτάζοντας, ψάχνουν

GT GD C H L M O
lot /lɒt/ = NOUN: παρτίδα, λώτ; USER: παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή, πολλή

GT GD C H L M O
m /əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα

GT GD C H L M O
made /meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος; USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει

GT GD C H L M O
mailbox /ˈmeɪl.bɒks/ = NOUN: γραμματοκιβώτιο, γραμματοθυρίδα, ταχυδρομικό κιβώτιο; USER: γραμματοκιβώτιο, γραμματοκιβωτίου, γραμματοκιβώτιό, θυρίδα, τηλεφωνητή

GT GD C H L M O
main /meɪn/ = ADJECTIVE: κύριος, ουσιώδης, πρωτεύων; NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα; USER: κύριος, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
making /ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση; USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας

GT GD C H L M O
managed /ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: Διαχείριση, διαχειρίζεται, Διαχείριση δικαιωμάτων, κατάφερε, δικαιωμάτων

GT GD C H L M O
management /ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο; USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των

GT GD C H L M O
managing /ˈmanij/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: διαχείριση, τη διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση των, διαχείριση των

GT GD C H L M O
manipulated /məˈnipyəˌlāt/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλάσιος, πολυειδής; USER: χειραγωγείται, χειρισμούς, χειραγωγηθεί, χειρισμό, χειρισμός

GT GD C H L M O
many /ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί; USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών

GT GD C H L M O
margin /ˈmɑː.dʒɪn/ = NOUN: περιθώριο, όχθη, προκαταβολή ως εγγύηση δανείου; USER: περιθώριο, περιθωρίου, περιθώρια, το περιθώριο, περιθώριο κέρδους

GT GD C H L M O
match /mætʃ/ = NOUN: αγώνας, ματς, σπίρτο, ταίρι, πάλη, πυρείο, ισόπαλος, γάμος, συνοικέσιο; VERB: ταιριάζω, νυμφεύω, αντιπαραβάλω, αντιπαραβάλομαι; USER: αγώνας, ματς, ταιριάζει, ταιριάζουν, αντιστοιχούν

GT GD C H L M O
matching /ˈmætʃ.ɪŋ/ = VERB: ταιριάζω, νυμφεύω, αντιπαραβάλω, αντιπαραβάλομαι; USER: ταιριάζουν, αντιστοίχιση, αντιστοιχία, ταίριασμα, που ταιριάζουν

GT GD C H L M O
me /miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ; USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα

GT GD C H L M O
medium /ˈmiː.di.əm/ = ADJECTIVE: μέσον, μέσος, μέτριος, μεσαίος, μισοψημένος; NOUN: μέντιουμ, πνευματηστικό μέντιουμ; USER: μέσον, μεσαίο, μέσο, μέσου, μεσαίου

GT GD C H L M O
meeting /ˈmiː.tɪŋ/ = NOUN: συνεδρίαση, συνάντηση, συνέλευση, διάσκεψη, ημερίδα; USER: συνάντηση, συνεδρίαση, συνεδρίασης, σύσκεψη, συνεδρίασή, συνεδρίασή

GT GD C H L M O
memos /ˈmem.əʊ/ = NOUN: σημείωμα, υπόμνημα; USER: σημειώματα, memos, υπομνήματα, σημειωμάτων, υπομνημάτων

GT GD C H L M O
menu /ˈmen.juː/ = NOUN: μενού, κατάλογος, κατάλογος επιλογής, κατάλογος φαγητών; USER: μενού, το μενού, menu, μενού του, του μενού, του μενού

GT GD C H L M O
messages /ˈmes.ɪdʒ/ = NOUN: μήνυμα, άγγελμα, διάγγελμα, παραγγελία; USER: μηνύματα, μηνυμάτων, τα μηνύματα, μηνύματα που, μηνύματά

GT GD C H L M O
messaging /ˌɪn.stənt ˈmes.ɪ.dʒɪŋ/ = USER: μηνυμάτων, μηνύματα, messaging, ανταλλαγής μηνυμάτων, ανταλλαγή μηνυμάτων

GT GD C H L M O
messing /mes/ = VERB: συντρώγω; USER: μπέρδεμα, ρύπανση, βρωμίσει, βρωμίζει, πειράξουν

GT GD C H L M O
mid /mɪd/ = ADJECTIVE: στα μέσα, μέσος, μεσαίος; USER: στα μέσα, μέσα, τα μέσα, μέσα του, τα μέσα του

GT GD C H L M O
might /maɪt/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, κραταιότητα, κραταιότης; USER: δύναμη, θα μπορούσε, μπορούσε, ενδέχεται, ενδέχεται να, ενδέχεται να

GT GD C H L M O
minutes /ˈmɪn.ɪt/ = NOUN: πρακτικά; USER: πρακτικά, λεπτά, λεπτών, λεπτά με, λεπτά με τα, λεπτά με τα

GT GD C H L M O
model /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο

GT GD C H L M O
modules /ˈmɒd.juːl/ = NOUN: μονάδα μέτρησης; USER: modules, ενότητες, ενοτήτων, μονάδες, μονάδων

GT GD C H L M O
money /ˈmʌn.i/ = NOUN: χρήματα, χρήμα, λεφτά, παραδάκι, παράς; USER: χρήματα, χρήμα, λεφτά, χρημάτων, τα χρήματα, τα χρήματα

GT GD C H L M O
month /mʌnθ/ = NOUN: μήνας; USER: μήνας, μήνα, μηνός, μηνών, μήνες, μήνες

GT GD C H L M O
months /mʌnθ/ = NOUN: μήνας; USER: μήνες, μηνών, months, μήνα

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
morning /ˈmɔː.nɪŋ/ = NOUN: πρωί, πρωία; ADJECTIVE: πρωινός; USER: πρωί, το πρωί, πρωινό, πρωινή

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
much /mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ; ADJECTIVE: πολύς; USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος

GT GD C H L M O
my /maɪ/ = PRONOUN: můj; USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η

GT GD C H L M O
name /neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη; VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα

GT GD C H L M O
names /neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη; VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: ονόματα, τα ονόματα, ονομάτων, ονομασίες, ονόματα των

GT GD C H L M O
nature /ˈneɪ.tʃər/ = NOUN: φύση, χαρακτήρας, ουσία, ιδιότητα; USER: φύση, χαρακτήρας, χαρακτήρα, φύσης, τη φύση

GT GD C H L M O
navigate /ˈnæv.ɪ.ɡeɪt/ = VERB: κυβερνώ, πλέω, διαπλέω, πιλοτάρω; USER: πλοήγηση, πλοηγηθείτε, περιηγηθείτε, πλοηγηθεί, μεταβείτε

GT GD C H L M O
neatly /ˈniːt.li/ = ADVERB: νοικοκυρεμένα, απλά, έξυπνα; USER: νοικοκυρεμένα, τακτοποιημένα, όμορφα, απλά, έξυπνα

GT GD C H L M O
need /niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία; VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
news /njuːz/ = NOUN: νέα, ειδήσεις, νέο, χαμπάρι; USER: ειδήσεις, νέα, News, ειδήσεων, είδηση

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
numbers /ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο; USER: αριθμοί, αριθμούς, αριθμών, τους αριθμούς, οι αριθμοί

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
off /ɒf/ = ADVERB: μακριά από; ADJECTIVE: σβηστός; USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά

GT GD C H L M O
okay /ˌəʊˈkeɪ/ = NOUN: καλά; VERB: εγκρίνω; USER: καλά, εντάξει, okay, πειράζει, εντάξει για

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
once /wʌns/ = ADVERB: μια φορά, άπαξ, κάποτε, άλλοτε; USER: μια φορά, κάποτε, άπαξ, μία φορά, φορά, φορά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
onto /ˈɒn.tu/ = PREPOSITION: επάνω σε, επάνω εις; USER: επάνω σε, σε, πάνω, επάνω, επί

GT GD C H L M O
open /ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής; VERB: ανοίγω, ανοίγομαι; USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα

GT GD C H L M O
opportunities = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, τις ευκαιρίες, ευκαιρίες για, ευκαιρίες για

GT GD C H L M O
options /ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας; USER: Επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογές για, δυνατότητες

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
order /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου

GT GD C H L M O
ordered /ˈɔː.dəd/ = VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: διέταξε, ταξινομούνται, εντολή, καταδικαστεί, καταδικάζεται

GT GD C H L M O
orders /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελίες, παραγγελιών, εντολές, εντολών, διαταγές

GT GD C H L M O
organization /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο; USER: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, οργάνωσης, οργανώσεως

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
overall /ˌəʊ.vəˈrɔːl/ = ADJECTIVE: ολικός; ADVERB: ολοσχερώς, πέρα πέρα; USER: συνολική, συνολικά, συνολικό, συνολικής, γενική

GT GD C H L M O
overview /ˈəʊ.və.vjuː/ = USER: Επισκόπηση, Γενικά, σας Γενικά, γενικές πληροφορίες, ανασκόπηση

GT GD C H L M O
own /əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου; VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές

GT GD C H L M O
paper /ˈpeɪ.pər/ = NOUN: χαρτί, έγγραφο, εφημερίδα, χάρτης, βίβλος; ADJECTIVE: χάρτινος; VERB: καλύπτω με χάρτη; USER: χαρτί, έγγραφο, χαρτιού, το χαρτί, εγγράφου

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
particular /pəˈtɪk.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: ιδιαίτερος, λεπτολόγος; NOUN: λεπτομέρεια, λεπτομέρειες, καθέκαστα; USER: ειδικότερα, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως, ιδίως το

GT GD C H L M O
partner /ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής; USER: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, εταίρους, εταίρο

GT GD C H L M O
pass /pɑːs/ = NOUN: πέρασμα, κάρτα, άδεια εισόδου, στενό; VERB: περνώ, διαβαίνω, υπερβαίνω, επιψηφίζω; USER: πέρασμα, περάσει, περνούν, δώσει, περάσουν

GT GD C H L M O
passing /ˈpɑː.sɪŋ/ = NOUN: πέρασμα, περνών; ADJECTIVE: περαστικός, εφήμερος, μεταβατικός; USER: πέρασμα, συνεργαζόμενος, διέρχεται, περνώντας, ανάμεσα, ανάμεσα

GT GD C H L M O
past /pɑːst/ = NOUN: το παρελθόν; PREPOSITION: μετά; ADVERB: πέραν; ADJECTIVE: παρελθών, περασμένος; USER: το παρελθόν, μετά, παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
percent /pəˈsent/ = ADVERB: τοις εκατό; NOUN: εκατοστιαία; USER: τοις εκατό, εκατό, ποσοστό, τοις εκατό από, εκατοστιαίες μονάδες

GT GD C H L M O
person /ˈpɜː.sən/ = NOUN: άτομο, πρόσωπο, υποκείμενο; USER: πρόσωπο, άτομο, προσώπου, ατόμου, άτομα

GT GD C H L M O
personalized /ˈpərsənəlˌīz/ = VERB: προσωποποιώ, καθιστώ προσωπικόν; USER: εξατομικευμένες, εξατομικευμένη, εξατομικευμένο, εξατομικευμένων, εξατομικευμένα

GT GD C H L M O
phone /fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο; VERB: τηλεφωνώ; USER: τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλέφωνό, κινητό, τηλεφωνίας, τηλεφωνίας

GT GD C H L M O
pick /pɪk/ = VERB: διαλέγω, συλλέγω, κεντώ, δρέπω; NOUN: εκλογή, αξίνα, κασμάς, οξύ εργαλείο; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, διαλέξετε, πάρει, να πάρει

GT GD C H L M O
pieces /pēs/ = NOUN: κομμάτι, τεμάχιο, νόμισμα, όπλο; VERB: συρράπτω, συνδυάζω; USER: κομμάτια, τεμάχια, τα κομμάτια, τεμαχίων, κομματιών

GT GD C H L M O
place /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο

GT GD C H L M O
places /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέσεις, χώρους, μέρη, σημεία, τόπους

GT GD C H L M O
placing /pleɪs/ = VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: τη διάθεση, διάθεση, τοποθέτηση, τοποθετώντας, την τοποθέτηση

GT GD C H L M O
planned /plan/ = ADJECTIVE: σχεδιασμένος; USER: προγραμματιστεί, προγραμματίζονται, σχεδιάζονται, προγραμματίζεται, σχεδιάζεται

GT GD C H L M O
play /pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, θεατρικό έργο, παίγνιο; VERB: παίζω; USER: παιχνίδι, παίζω, παίξει, παίζουν, διαδραματίσει, διαδραματίσει

GT GD C H L M O
plea /pliː/ = NOUN: απολογία, ισχυρισμός, έκκληση, ικεσία, δικαιολογία; USER: ισχυρισμός, έκκληση, λόγος, λόγου, λόγου ακυρώσεως

GT GD C H L M O
please /pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι; USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε

GT GD C H L M O
popped /pɒp/ = VERB: σαλτάρω; USER: έσκασε, πετάχτηκε, σκάσει, popped, αναδύθηκε

GT GD C H L M O
possible /ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός; USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν

GT GD C H L M O
postings /ˈpəʊ.stɪŋ/ = USER: αποσπάσεις, δημοσιεύσεις, τοποθετήσεων, αποσπάσεων, απόσπαση

GT GD C H L M O
presented /prɪˈzent/ = VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω; USER: παρουσιάζονται, παρουσίασε, που παρουσιάζονται, παρουσιάζεται, παρουσιάστηκε

GT GD C H L M O
probably /ˈprɒb.ə.bli/ = ADVERB: πιθανώς, πιθανά; USER: πιθανώς, ίσως, πιθανότατα, πιθανόν, μάλλον, μάλλον

GT GD C H L M O
process /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία

GT GD C H L M O
procurement /prəˈkjʊə.mənt/ = NOUN: προμήθεια, προμήθευση; USER: προμήθεια, συμβάσεις, συμβάσεων, δημόσιες συμβάσεις, προμηθειών

GT GD C H L M O
product /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα

GT GD C H L M O
production /prəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, προϊόν, απόδοση, παράσταση, προσαγωγή, παρουσίαση; USER: παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, παραγωγική

GT GD C H L M O
products /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που

GT GD C H L M O
profit /ˈprɒf.ɪt/ = NOUN: κέρδος, όφελος, ωφέλεια, απολαβή; VERB: κερδίζω, ωφελούμαι, ωφελώ; USER: κέρδος, κέρδους, κέρδη, κερδών, τα κέρδη

GT GD C H L M O
promise /ˈprɒm.ɪs/ = NOUN: υπόσχεση; VERB: υπόσχομαι, τάζω; USER: υπόσχεση, υπόσχεσή, υπόσχονται, την υπόσχεση, υπόσχεσης

GT GD C H L M O
prospect /ˈprɒs.pekt/ = NOUN: προοπτική, προσδοκία, άποψη, θέα; VERB: ενεργώ, διερευνώ, μεταλλεύομαι; USER: προοπτική, προοπτικές, προοπτικής, την προοπτική, προοπτική να

GT GD C H L M O
published /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
purchase /ˈpɜː.tʃəs/ = NOUN: αγορά, στήριγμα, παλάγκο; VERB: αγοράζω, ψωνίζω; USER: αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράζουν, την αγορά

GT GD C H L M O
purchased /ˈpɜː.tʃəs/ = VERB: αγοράζω, ψωνίζω; USER: αγοραστεί, αγόρασε, αγοράζονται, αγοράστηκε, αγοράστηκαν

GT GD C H L M O
purchasing /ˈpərCHəs/ = ADJECTIVE: αγοραστικός; USER: αγορά, την αγορά, αγοραστικής, αγοράζουν, αγοραστική

GT GD C H L M O
pushed /pʊʃt/ = USER: ώθησε, ωθείται, ωθούνται, έσπρωξε, πίεσε

GT GD C H L M O
put /pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω; USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί

GT GD C H L M O
quantity /ˈkwɒn.tɪ.ti/ = NOUN: ποσότητα, ποσότης, ποσό; USER: ποσότητα, ποσότητας, ποσότητα που, ποσότητες, ποσοτήτων

GT GD C H L M O
queries /ˈkwɪə.ri/ = NOUN: ερώτηση, απορία; USER: ερωτήματα, ερωτημάτων, απορίες, τα ερωτήματα, ερωτήσεις

GT GD C H L M O
quickly /ˈkwɪk.li/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως; USER: γρήγορα, ταχέως, γρήγορη, σύντομα, γρήγορα να, γρήγορα να

GT GD C H L M O
quite /kwaɪt/ = ADVERB: αρκετά, εντελώς, μάλλον, όλως, πράγματι; USER: αρκετά, εντελώς, πολύ, είναι αρκετά, απολύτως, απολύτως

GT GD C H L M O
quotation /kwəʊˈteɪ.ʃən/ = NOUN: προσφορά, απόσπασμα, τιμή, παραπομπή, προσφορά τιμής, εδάφιο; USER: προσφορά, απόσπασμα, τιμή, εισαγωγικά, έκδοσης

GT GD C H L M O
quote /kwəʊt/ = VERB: παραθέτω, αναφέρω κατά λέξιν, δίδω τιμήν; USER: παραθέτω, παραθέσω, αναφέρω, αναφέρετε, αναφέρουν

GT GD C H L M O
quotes /kwōt/ = USER: αποσπάσματα, εισαγωγικά, Τιμές, προσφορές, μετοχής

GT GD C H L M O
ragged /ˈræɡ.ɪd/ = ADJECTIVE: τραχύς, κουρελιασμένος; USER: τραχύς, ragged, κουρελιασμένο, κουρελιασμένα, ανόμοιο

GT GD C H L M O
rather /ˈrɑː.ðər/ = ADVERB: μάλλον, κάπως, προτιμότερο, κάλλιο; USER: μάλλον, όχι, και όχι, αντί, παρά

GT GD C H L M O
re /riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του; NOUN: ρε; USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι

GT GD C H L M O
read /riːd/ = NOUN: ανάγνωση; VERB: διαβάζω, ερμηνεύω, αναγιγνώσκω; USER: ανάγνωση, διαβάζω, διαβάσετε, διαβάστε, διαβάσει, διαβάσει

GT GD C H L M O
real /rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός; NOUN: έμπρακτα, ρεάλι; USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές

GT GD C H L M O
really /ˈrɪə.li/ = ADVERB: πραγματικά, όντως, πραγματικώς; USER: πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικά να, πραγματικότητα, πραγματικότητα

GT GD C H L M O
recap /ˈriː.kæp/ = VERB: βουλώνω πάλι, σκεπάζω πάλι; USER: σκεπάζω πάλι, βουλώνω πάλι, ανακεφαλαιώσουμε, recap, ανακεφαλαίωση

GT GD C H L M O
receivables /rɪˈsiːvəblz/ = USER: απαιτήσεις, εισπρακτέα, απαιτήσεων, απαιτήσεις από, εισπρακτέων

GT GD C H L M O
received /rɪˈsiːvd/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: έλαβε, λάβει, έλαβαν, λαμβάνονται, ελήφθη

GT GD C H L M O
record /rɪˈkɔːd/ = NOUN: ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, έγγραφο, σημείωμα, αναγραφή, δίσκος φωνογράφου; VERB: καταγράφω, ηχογραφώ, εγγράφω, αναγράφω, φωνογραφώ, καταχωρίζω; USER: ρεκόρ, μητρώο, καταγραφή, ιστορικό, πρακτικά

GT GD C H L M O
recorded /riˈkôrd/ = ADJECTIVE: εγγεγραμμένος; USER: καταγράφονται, καταγράφεται, καταγράφηκαν, πραγματική, καταγραφεί

GT GD C H L M O
records /rɪˈkɔːd/ = NOUN: ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, έγγραφο, σημείωμα, αναγραφή, δίσκος φωνογράφου; VERB: καταγράφω, ηχογραφώ, εγγράφω, αναγράφω, φωνογραφώ, καταχωρίζω; USER: αρχεία, εγγραφές, αρχείων, εγγραφών, μητρώα

GT GD C H L M O
relate /rɪˈleɪt/ = VERB: αναφέρω, σχετίζομαι, σχετίζω, αναφέρομαι, διηγούμαι, ιστορώ, συγγενεύω, αντιστορώ; USER: αφορούν, σχετίζονται, αναφέρονται, σχετίζονται με, αφορά

GT GD C H L M O
related /rɪˈleɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: συγγενεύων; USER: που σχετίζονται, σχετίζονται, σχετίζεται, αφορούν, συνδέονται

GT GD C H L M O
relationship /rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια; USER: σχέση, σχέσης, σχέσεις, σχέσεων, τη σχέση

GT GD C H L M O
remove /rɪˈmuːv/ = VERB: αφαιρώ, απομακρύνω, βγάζω, μετακινώ, μεταφέρω, μετακομίζω, μεταθέτω, προάγομαι; USER: αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, καταργήσετε, απομάκρυνση

GT GD C H L M O
reporters /rɪˈpɔː.tər/ = NOUN: δημοσιογράφος, ρεπόρτερ, ανταποκριτής; USER: δημοσιογράφους, δημοσιογράφοι, ρεπόρτερ, σε δημοσιογράφους, οι δημοσιογράφοι

GT GD C H L M O
reports /rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος; VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω; USER: εκθέσεις, εκθέσεων, αναφορές, τις εκθέσεις, αναφορών

GT GD C H L M O
request /rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση; VERB: ζητώ, παρακαλώ; USER: ζητήσει, να ζητήσει, ζητήσουν, ζητούν, ζητά

GT GD C H L M O
required /rɪˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: υποχρεούμαι; USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, που απαιτείται, χρειάζεται

GT GD C H L M O
respect /rɪˈspekt/ = NOUN: σεβασμός, εκτίμηση, σέβας; VERB: σέβομαι, εκτιμώ, αφορώ; USER: σεβασμός, αφορά, για, σεβασμό, όσον αφορά

GT GD C H L M O
return /rɪˈtɜːn/ = NOUN: απόδοση, αποτέλεσμα; VERB: επιστρέφω; USER: απόδοση, επιστρέψει, επιστρέψετε, επιστρέψουν, επιστροφή

GT GD C H L M O
returns /rɪˈtɜːn/ = NOUN: απόδοση, αποτέλεσμα; VERB: επιστρέφω; USER: Επιστροφές, επιστρέφει, αποδόσεις, δηλώσεις, αποδόσεων

GT GD C H L M O
review /rɪˈvjuː/ = NOUN: κριτική, αναθεώρηση, ανασκόπηση, επιθεώρηση; VERB: αναθεωρώ; USER: επανεξέταση, αναθεώρηση, επανεξετάζει, επανεξετάσει, αναθεωρήσει

GT GD C H L M O
right /raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό; ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος; ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν; VERB: δικαιώ, επανορθώ; USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος

GT GD C H L M O
rise /raɪz/ = NOUN: αύξηση, πηγή, ανατολή, έγερση, ύψωμα, ύψωση; VERB: εγείρομαι, σηκώνομαι, ανατέλλω, υψούμαι; USER: αύξηση, αυξηθεί, αυξάνονται, αυξάνεται, αυξηθούν

GT GD C H L M O
room /ruːm/ = NOUN: δωμάτιο, αίθουσα, χώρος, τόπος; VERB: κατοικώ; USER: δωμάτιο, αίθουσα, δωματίου, δωμάτια, δωματίων, δωματίων

GT GD C H L M O
route /ruːt/ = NOUN: διαδρομή, πορεία, δρόμος; VERB: διευθύνω, ορίζω τον δρόμον, ορίζω την πορείαν; USER: διαδρομή, πορεία, διαδρομής, οδό, οδός

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
said /sed/ = USER: είπε, δήλωσε, δήλωσε ο, είπε ο, είπε ο

GT GD C H L M O
sales /seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός; USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις

GT GD C H L M O
same /seɪm/ = NOUN: ίδιο; ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος; PRONOUN: ίδιος; USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας

GT GD C H L M O
sap /sæp/ = NOUN: χυμός δέντρου, υπόνομος; VERB: υποσκάπτω, υπονομεύω; USER: SAP, σφρίγος, χυμός, ΔΣΣ, το SAP

GT GD C H L M O
say /seɪ/ = VERB: λέγω; USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε

GT GD C H L M O
score /skɔːr/ = NOUN: σκορ, αποτέλεσμα, εντομή, εικοσάς, λογαριασμός; VERB: σκοράρω, χαρακώνω, χαράσσω, σημειώ, επικρίνω; USER: σκορ, αποτέλεσμα, όρος αποτελεσμάτων, όρος βαθμολογίας, όρος βαθμολογίας με

GT GD C H L M O
screen /skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου; VERB: προφυλάσσω, σκεπάζω, προβάλλω επί της οθόνης, κοσκινίζω; USER: οθόνη, οθόνης, οθόνη του, οθ νη, κόσκινο

GT GD C H L M O
screens /skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου; USER: οθόνες, οθονών, οθόνη, σίτες, οθόνης

GT GD C H L M O
search /sɜːtʃ/ = NOUN: έρευνα, ψάξιμο; VERB: ψάχνω, ερευνώ, ζητώ; USER: αναζήτηση, Αναζητήστε, αναζητήσετε, αναζήτησης, ψάξετε

GT GD C H L M O
second /ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος; NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας; VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω; USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης

GT GD C H L M O
see /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε

GT GD C H L M O
sees /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπει, θεωρεί, θεωρεί ότι, βγάζει, κρίνει

GT GD C H L M O
segment /ˈseɡ.mənt/ = NOUN: τμήμα, τεμάχιο; VERB: διατέμνω; USER: τμήμα, τομέα, τμήματος, τμημάτων, τμημάτων που

GT GD C H L M O
select /sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω; ADJECTIVE: εκλεκτός; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, επιλογή, επιλέξει, επιλέγετε

GT GD C H L M O
sells /sel/ = VERB: πωλώ, πωλούμαι; USER: πωλεί, πουλάει, πουλά, πωλεί τα, πωλεί το

GT GD C H L M O
sent /sent/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω; USER: αποστέλλονται, αποστέλλεται, έστειλε, απέστειλε, στείλει

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
shake /ʃeɪk/ = NOUN: σέικ, τίναγμα, σείση; VERB: σείω, κουνώ, τινάζω, κλονίζω, τραντάζω, συγκλονίζω, τινάσσω, κλονίζομαι; USER: κούνημα, ανακινείτε, ανακινείται, ταρακουνήσει, ανακινήστε

GT GD C H L M O
shaker /ˈʃeɪ.kər/ = NOUN: σέικερ, δονητής, αλατοδοχείο, σείων, τινάσσων, πιπεροδοχείο; USER: σέικερ, δονητής, αναδευτήρα, shaker, αναδευτήρας

GT GD C H L M O
she /ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη; USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια

GT GD C H L M O
shortcuts /ˈʃɔːt.kʌt/ = NOUN: συντομώτερος δρόμος, συντομότερος τρόπος; USER: συντομεύσεις, συντομεύσεων, Οι συντομεύσεις, τις συντομεύσεις, συντομεύσεις του

GT GD C H L M O
show /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε

GT GD C H L M O
shows /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: παραστάσεις, δείχνει, shows, επιδείξεις, παρουσιάζει

GT GD C H L M O
side /saɪd/ = NOUN: πλευρά, μέρος, πλευρό, μεριά; ADJECTIVE: πλάγιος; USER: πλευρά, πλευράς, πλευρά της, πλάι, πλευρικά

GT GD C H L M O
simple /ˈsɪm.pl̩/ = ADJECTIVE: απλός, εύκολος, απλοϊκός, αφελής; NOUN: απλούς; USER: απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά, απλά

GT GD C H L M O
simply /ˈsɪm.pli/ = ADVERB: απλά, απλώς, μόνο, απλούστατα; USER: απλά, απλώς, μόνο, απλά να, απλή, απλή

GT GD C H L M O
single /ˈsɪŋ.ɡl̩/ = ADJECTIVE: μονόκλινο, μόνος, άγαμος, χωριστός, ανύπανδρος; VERB: ξεχωρίζω; USER: μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας

GT GD C H L M O
sixty /ˈsɪk.sti/ = USER: sixty-, sixty; USER: εξήντα, από εξήντα

GT GD C H L M O
size /saɪz/ = NOUN: μέγεθος, διάσταση, νούμερο, κόλλα, ανάστημα; VERB: τοποθετώ κατά μεγέθη, εκμετρώ, εκτιμώ, κολλώ, κολλαρίζω; USER: μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, size

GT GD C H L M O
sized /-saɪzd/ = ADJECTIVE: έχων μέγεθος; USER: μεγέθους, μέγεθος, διαστάσεων

GT GD C H L M O
small /smɔːl/ = NOUN: μικρό, μικρό μέρος, στενό μέρος; ADJECTIVE: μικρός, μικροπρεπής, μικρούτσικος; USER: μικρό, μικρός, μικρές, μικρή, μικρών, μικρών

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
sold /səʊld/ = VERB: πωλώ, πωλούμαι; USER: πωλείται, πωλούνται, πωλήθηκε, που πωλούνται, πωληθεί, πωληθεί

GT GD C H L M O
some /səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος; ADVERB: περίπου; USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια

GT GD C H L M O
somebody /ˈsʌm.bə.di/ = PRONOUN: κάποιος, κάποια; USER: κάποιος, κάποιον, κάποιου, κάποιο, κάποιος να, κάποιος να

GT GD C H L M O
sort /sɔːt/ = NOUN: είδος; VERB: ταξινομώ, διαλέγω; USER: είδος, Ταξινόμηση, είδους, ταξινόμησης, Ανά

GT GD C H L M O
spend /spend/ = VERB: ξοδεύω, δαπανώ, αναλώνω, εξοδεύω; USER: ξοδεύουν, δαπανούν, περνούν, περάσετε, περάσουν, περάσουν

GT GD C H L M O
spreads /spred/ = NOUN: διάδοση, έκταση, σκέπασμα, τραπέζι; USER: spreads, επάλειψη, εξαπλώνεται, απλώνεται, περιθώρια

GT GD C H L M O
spreadsheet /ˈspred.ʃiːt/ = USER: φύλλο, υπολογιστικό φύλλο, υπολογιστικών φύλλων, φύλλων, φύλλου

GT GD C H L M O
stamp /stæmp/ = NOUN: σφραγίδα, γραμματόσημο, χαρτόσημο, στάμπα, ένσημο, τύπος, σφαγίς; VERB: σφραγίζω, χτυπώ με το πόδι, επισφραγίζω, κτυπώ με το πόδι, εντυπώ, θέτω γραμματόσημο; USER: σφραγίδα, γραμματόσημο, χαρτόσημο, εξάλειψη, σφραγίζουν

GT GD C H L M O
start /stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα; VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
stick /stɪk/ = NOUN: ραβδί, ράβδος, ξύλο; VERB: κολλώ, εμμένω, βάλλω, προσκολλώ, κόλλωμαι, κεντώ, αμηχανώ, τοιχοκολλώ; USER: ραβδί, κολλήσει, επιμείνουμε, να κολλήσει, κολλήσετε

GT GD C H L M O
still /stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως; ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος; NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος; VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω; USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν

GT GD C H L M O
stock /stɒk/ = NOUN: στοκ, μετοχή, ζώα, παρακαταθήκη, κεφάλαιο, ζωμός, στέλεχος, κορμός, γένος, χρεόγραφο; VERB: εφοδιάζω; ADJECTIVE: έτοιμος; USER: μετοχή, στοκ, απόθεμα, αποθέματος, αποθέματος της

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
suffer /ˈsʌf.ər/ = VERB: υποφέρω, πάσχω, δεινοπαθώ; USER: υποφέρω, υποφέρουν, πάσχουν, υφίστανται, υποστεί

GT GD C H L M O
summer /ˈsʌm.ər/ = NOUN: καλοκαίρι, θέρος; USER: καλοκαίρι, καλοκαιρινά, το καλοκαίρι, καλοκαιριού, ντεπόζιτο καλοκαιρινά, ντεπόζιτο καλοκαιρινά

GT GD C H L M O
supplier /səˈplaɪ.ər/ = NOUN: προμηθευτής; USER: προμηθευτής, προμηθευτή, τον προμηθευτή, με τον προμηθευτή, προμηθευτές

GT GD C H L M O
supply /səˈplaɪ/ = NOUN: προμήθεια, ανεφοδιασμός, εφόδιο; VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, ανεφοδιάζω; USER: προμήθεια, παρέχουν, παρέχει, παροχή, παράσχει

GT GD C H L M O
switching /swiCH/ = VERB: αλλάζω διεύθυνση, κραδαίνω, μαστιγώνω, αλλάσω διεύθυνση; USER: μεταγωγής, εναλλαγή, μεταγωγή, αλλαγή, μετάβαση

GT GD C H L M O
system /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
taking /tāk/ = NOUN: λήψη, κατάληψη; ADJECTIVE: ελκυστικός, λαμβάνων; USER: λήψη, λαμβάνοντας, τη λήψη, λαμβανομένων, λαμβάνουν, λαμβάνουν

GT GD C H L M O
task /tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία; USER: έργο, καθήκον, εργασία, αποστολή, εργασιών

GT GD C H L M O
tasks /tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία; USER: καθήκοντα, εργασίες, τα καθήκοντα, καθηκόντων, καθήκοντά

GT GD C H L M O
tax /tæks/ = NOUN: φόρος; VERB: φορολογώ, επιβαρύνω; USER: φόρος, φόρου, φόρο, φορολογικών, φορολογική

GT GD C H L M O
team /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; ADJECTIVE: ομαδικός; USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα

GT GD C H L M O
telephone /ˈtel.ɪ.fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο; VERB: τηλεφωνώ; USER: τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλεφωνική, τηλεφωνικό, τηλεφωνικών

GT GD C H L M O
template /ˈtem.pleɪt/ = NOUN: περίγραμμα, υποστήριγμα δόκου; USER: περίγραμμα, πρότυπο, προτύπου, υπόδειγμα, template

GT GD C H L M O
term /tɜːm/ = NOUN: όρος, περίοδος, προθεσμία; VERB: ονομάζω; USER: όρος, περίοδος, όρο, όρου, διάρκειας

GT GD C H L M O
terms /tɜːm/ = NOUN: όροι; USER: όροι, όρους, αφορά, άποψη, όρων

GT GD C H L M O
text /tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα; USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
thanks /θæŋks/ = NOUN: ευχαριστίες; USER: ευχαριστίες, ευχαριστώ, χάρη, Ευχαριστούμε, Thanks

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
them /ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς; USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά

GT GD C H L M O
then /ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν; USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
thing /θɪŋ/ = NOUN: πράγμα; USER: πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα, θέμα

GT GD C H L M O
things /θɪŋ/ = NOUN: πράγμα; USER: τα πράγματα, πράγματα, πράγματα που, πραγμάτων, δραστηριότητες, δραστηριότητες

GT GD C H L M O
think /θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι; USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
those /ðəʊz/ = PRONOUN: tamti; USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων

GT GD C H L M O
three /θriː/ = USER: three-, three, three; USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
throughout /θruːˈaʊt/ = ADVERB: παντού, καθ' ολοκληρίαν, καθ' όλην την διάρκεια, καθ' όλην την έκταση; USER: παντού, όλη, σε όλη, ολόκληρη, σε ολόκληρη, σε ολόκληρη

GT GD C H L M O
tight /taɪt/ = ADJECTIVE: σφιχτός, σφικτός, σφιγκτός, μεθυσμένος, τέζα, τεντωμένος; USER: σφιχτός, σφιχτό, σφιχτά, στενό, σφιχτή, σφιχτή

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
toes /təʊ/ = NOUN: δάχτυλο ποδιού, δάκτυλος του ποδός; VERB: φθάνω με τα δάκτυλα των ποδών; USER: τα δάχτυλα των ποδιών, δάχτυλα των ποδιών, δάκτυλα, δάχτυλα, ποδιών

GT GD C H L M O
tomorrow /təˈmɒr.əʊ/ = ADVERB: αύριο; USER: αύριο, αύριο το, αυριανή, του αύριο

GT GD C H L M O
too /tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ; USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα

GT GD C H L M O
tool /tuːl/ = NOUN: εργαλείο, σύνεργο, ψωλή; VERB: κατεργάζομαι; USER: εργαλείο, εργαλείου, μέσο, εργαλείο για, το εργαλείο

GT GD C H L M O
tools /tuːl/ = NOUN: εργαλεία; USER: εργαλεία, εργαλείων, τα εργαλεία

GT GD C H L M O
top /tɒp/ = NOUN: κορυφή, πάνω, σβούρα, σκέπασμα; ADJECTIVE: ανώτατος; VERB: σκεπάζω, υπερβάλω; USER: κορυφή, πάνω, τοπ, κορυφαία, αρχή

GT GD C H L M O
tossed /tɒs/ = VERB: τινάσσω, αναρρίπτω, τινάσομαι; USER: πετιέται, πέταξε, πετιούνται, πεταχτεί, tossed

GT GD C H L M O
transactions /trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή; USER: συναλλαγές, συναλλαγών, πράξεις, των συναλλαγών, οι συναλλαγές

GT GD C H L M O
transcript /ˈtræn.skrɪpt/ = NOUN: αντίγραφο; USER: αντίγραφο, πρακτικά, μεταγραφή, μεταγραφής, απομαγνητοφώνηση

GT GD C H L M O
triggered /ˈtrɪɡ.ər/ = VERB: θέτω εις ενέργεια, τραβώ την σκανδάλη; USER: ενεργοποιείται, ενεργοποιούνται, προκάλεσε, πυροδότησε, ενεργοποιηθεί

GT GD C H L M O
turn /tɜːn/ = NOUN: σειρά, στροφή, τροπή, στρίψιμο, γύρος; VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω; USER: σειρά, στροφή, ενεργοποιήσετε, τη σειρά, μετατρέψει

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
type /taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο; VERB: δακτυλογραφώ; USER: τύπος, τύπου, τύπο, είδος, τον τύπο

GT GD C H L M O
uh /ɜː/ = USER: εεε, uh, εε, εμ, χμ

GT GD C H L M O
unearth /ʌnˈɜːθ/ = VERB: εκθάπτω, ξετρυπώνω; USER: εκθάπτω, ξεθάψει, unearth, αποκαλύψει, ξεθάψουν

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
used /juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος; USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί

GT GD C H L M O
useful /ˈjuːs.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος; USER: χρήσιμος, χρήσιμα, χρήσιμο, χρήσιμες, χρήσιμη

GT GD C H L M O
user /ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος; USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης

GT GD C H L M O
users /ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες

GT GD C H L M O
value /ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο; VERB: εκτιμώ; USER: αξία, τιμή, αξίας, value, την αξία

GT GD C H L M O
various /ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους; USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους

GT GD C H L M O
ve / -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
view /vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός; VERB: βλέπω, θεωρώ; USER: θέα, άποψη, δείτε, προβάλετε, ΠΡΟΒΟΛΗ

GT GD C H L M O
views /vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός; USER: θέα, προβολές, απόψεων, απόψεις, τις απόψεις

GT GD C H L M O
visibility /ˌvizəˈbilitē/ = NOUN: ορατότητα, ορατότης, θέα; USER: ορατότητα, προβολή, προβολής, ορατότητας, την προβολή

GT GD C H L M O
visit /ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη; VERB: επισκέπτομαι; USER: επίσκεψη, επισκεφθείτε, επισκεφτείτε, επισκεφθεί, επισκεφθούν, επισκεφθούν

GT GD C H L M O
vote /vəʊt/ = NOUN: ψήφος; VERB: ψηφίζω; USER: ψήφος, ψήφου, ψηφίσετε, ψηφίσει, ψηφίσουν

GT GD C H L M O
wanna /ˈwɒn.ə/ = USER: wanna, θέλω, θέλω να, θέλουν να, θες

GT GD C H L M O
want /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε

GT GD C H L M O
warehouse /ˈweə.haʊs/ = NOUN: αποθήκη; VERB: αποθηκεύω; USER: αποθήκη, αποθήκης, Warehouse, αποθήκες, αποθήκη Google

GT GD C H L M O
warm /wɔːm/ = ADJECTIVE: ζεστός, θερμός, μετριώς θερμός; VERB: θερμαίνω; USER: ζεστός, θερμός, ζεστό, ζεστή, ζεστά

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
ways /-weɪz/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπους, τρόπων, τους τρόπους, τρόποι, τρόπους για, τρόπους για

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
web /web/ = NOUN: ιστός, μεμβράνη, ύφασμα, υφή; VERB: περιπλέκω, συνυφαίνω; USER: ιστός, Web, διαδίκτυο, στο Web, ιστοσελίδων

GT GD C H L M O
website /ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος; USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website

GT GD C H L M O
week /wiːk/ = NOUN: εβδομάδα; USER: εβδομάδα, την εβδομάδα, εβδομάδας, εβδομάδων, βδομάδα

GT GD C H L M O
welcome /ˈwel.kəm/ = NOUN: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος δεξίωσις; VERB: καλωσορίζω, προϋπαντώ, υποδέχομαι; ADJECTIVE: ευπρόσδεκτος, καλοδεχούμενος; USER: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος, καλωσορίζω, ευπρόσδεκτη, ευπρόσδεκτοι

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
were /wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
whoever /huːˈev.ər/ = PRONOUN: οποιοσδήποτε, οιοσδήποτε, οστισδήποτε; USER: οποιοσδήποτε, όποιος, όποιον, οποιονδήποτε, όποιοι

GT GD C H L M O
whole /həʊl/ = NOUN: ολόκληρο, όλο; ADJECTIVE: ολόκληρος, όλος, ακέραιος, υγιής, άρτιος, ακομμάτιαστος; USER: ολόκληρο, όλο, ολόκληρος, όλος, σύνολο

GT GD C H L M O
why /waɪ/ = ADVERB: γιατί; USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
within /wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα; USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε

GT GD C H L M O
without /wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν; ADVERB: έξω; USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την

GT GD C H L M O
wizard /ˈwɪz.əd/ = NOUN: μάγος; USER: μάγος, οδηγό, οδηγός, οδηγού, wizard

GT GD C H L M O
workflow /ˈwɜːk.fləʊ/ = USER: workflow, ροής εργασίας, ροή εργασίας, ροής, ροή

GT GD C H L M O
workflows /ˈwərkˌflō/ = USER: ροές εργασίας, ροές, ροών εργασίας, ροές εργασιών, workflows

GT GD C H L M O
working /ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος; NOUN: τρόπος εργασίας; USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται

GT GD C H L M O
worrying /ˈwʌr.i.ɪŋ/ = VERB: ανησυχώ, στενοχωριέμαι, παιδεύω, στενοχωρούμαι, στενοχωρώ, βασανίζω, σκοτίζω, σκοτίζομαι; USER: ανησυχητική, ανησυχητικές, ανησυχητικό, ανησυχητικά, ανησυχούμε

GT GD C H L M O
would /wʊd/ = USER: would-, will, would, shall; USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε

GT GD C H L M O
wreaking /riːk/ = VERB: επιβάλλω, ξεθυμαίνω, εκτελώ; USER: σπέρνει, κολλήματα, σπέρνει τον, σπέρνουν τον, σπέρνουν

GT GD C H L M O
yeah /jeə/ = USER: ναι, yeah

GT GD C H L M O
yellow /ˈjel.əʊ/ = ADJECTIVE: κίτρινος, δειλός; USER: κίτρινος, κίτρινο, κίτρινη, κίτρινα, κίτρινου

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

612 words